-
1 κατα-καίω
κατα-καίω (s. καίω), att. - κάω, wie Isocr. 4, 155, verbrennen; den Leichnam, ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Il. 6, 418, ἀλλά με κακκῆαι Od. 11, 74; so auch κατακῆαι, 10, 533. 11, 46 Bekker, Wolf κατακεῖαι, wie Il. 7, 408 κατακειέμεν, Bekker κατακαιέμεν; κατακήομεν αὐτούς, conj. aor., Il. 7, 333; oft in tmesi, wie κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα u. κατὰ μῆρ' ἐκάη, 1, 40 Od. 3, 461; κατὰ πῦρ ἐκάη, das Feuer war niedergebrannt, Il. 9, 212; τῇ λαμπάδι ὑμᾶς κατακαύσω Ar. Lys. 1218; κατακαίουσι τοὺς μάντιας Her. 4, 69; ἡ οἰκίη κατεκάη 4, 79; κατακαυϑέντων ἱρῶν 6, 101; Thuc. 2, 4; κατακεκαύκασιν Xen. Hell. 6, 5, 37; κατεκέκαυτο 50; ἕως ἂν κατακαυϑῇ Plat. Phaed. 86 c; κατακαυϑήσομαι Ar. Nubb. 1505; κατακέκαυμαι Andoc. 1, 108; κατακαήσεται I. Cor. 3, 15.
-
2 κατασηπω
(pass.: fut. 2 κατασαπήσομαι, aor. 2 κατεσάπην)1) подвергать гниению, гноить, pass. гнить, истлевать(οὔτε κατασήπεσθαι οὔτε λυμαίνεσθαι Xen.; ἐν δεσμωτηρίῳ Plut.)
δείδω, μέ …κατὰ χρόα πάντα σαπήῃ Hom. — боюсь, как бы (тем временем) не истлело все тело (Патрокла);ἕως ἂν ἢ κατακαυθῇ ἢ κατασαπῇ Plat. — (органические остатки существуют), пока они или не сгорят, или не сгниют2) (pf. κατασέσηπα) ирон. гнить, тлеть Arph.